Definify.com
Definition 2024
ουρανοξύστη
ουρανοξύστη
Greek
Noun
ουρανοξύστη • (ouranoxýsti) m
- genitive singular of ουρανοξύστης (ouranoxýstis)
- accusative singular of ουρανοξύστης (ouranoxýstis)
- vocative singular of ουρανοξύστης (ouranoxýstis)