Definify.com
Definition 2024
ουρανοξύστης
ουρανοξύστης
Greek
Noun
ουρανοξύστης • (ouranoxýstis) m (plural ουρανοξύστες)
- (architecture) skyscraper (tall building)
Declension
declension of ουρανοξύστης
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | ουρανοξύστης | ουρανοξύστες |
genitive | ουρανοξύστη | ουρανοξυστών |
accusative | ουρανοξύστη | ουρανοξύστες |
vocative | ουρανοξύστη | ουρανοξύστες |
External links
- ουρανοξύστης on the Greek Wikipedia.Wikipedia el