Definify.com
Definition 2024
παράβαση
παράβαση
Greek
Noun
παράβαση • (parávasi) f (plural παραβάσεις)
- offence, transgression, violation, infraction, contravention (breach of law, rules, agreements, etc)
- (Classical Greece) part of theatrical performance
Declension
declension of παράβαση
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράβαση | παραβάσεις |
genitive | παράβασης / παραβάσεως | παραβάσεων |
accusative | παράβαση | παραβάσεις |
vocative | παράβαση | παραβάσεις |
See also
- compare with: παραβίαση f (paravíasi)