Definify.com
Definition 2025
παράνομα
παράνομα
Greek
Noun
παράνομα • (paránoma) n
Declension
declension of παράνομα
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | παράνομα | παρανόματα |
genitive | παρανόματος | παρανομάτων |
accusative | παράνομα | παρανόματα |
vocative | παράνομα | παρανόματα |
Adjective
παράνομα • (paránoma)
- Nominative, accusative and vocative neuter plural form of παράνομος (paránomos).
Adverb
παράνομα • (paránoma)
Synonyms
- παρανόμως (paranómos)