Definify.com

Definition 2024


παράφωνος

παράφωνος

Greek

Adjective

παράφωνος (paráfonos) m (feminine παράφωνη, neuter παράφωνο)

  1. (music) out of tune, dissonant, discordant
    Μια παλιά παράφωνη κιθάρα.Mia paliá paráfoni kithára. ― An old out of tune guitar.
  2. (of a singer) out of tune, cacophonous
    Γιατί την αφήνεις να τραγουδήσει, είναι παράφωνη;Giatí tin afíneis na tragoudísei, eínai paráfoni? ― Why do you let her sing, she's out of tune?

Declension

Antonyms

  • συνηχών (synichón, consonant)
  • αρμονικός (armonikós, harmonic)