Definify.com
Definition 2024
παρέχομαι
παρέχομαι
Greek
Verb
παρέχομαι • (paréchomai) (simple past παρασχέθηκα, active form παρέχω, passive)
- passive of παρέχω (parécho)
παρέχομαι • (paréchomai) (simple past παρασχέθηκα, active form παρέχω, passive)