Definify.com
Definition 2025
παραγωγικότητα
παραγωγικότητα
Greek
Noun
παραγωγικότητα • (paragogikótita) f (uncountable)
Declension
Declension of παραγωγικότητα (paragogikótita)
| singular | |
|---|---|
| nominative | παραγωγικότητα |
| genitive | παραγωγικότητας |
| accusative | παραγωγικότητα |
| vocative | παραγωγικότητα |