Definify.com

Definition 2024


παρασκευάζομαι

παρασκευάζομαι

Greek

Verb

παρασκευάζομαι (paraskevázomai) (simple past παρασκευάστηκα, active form παρασκευάζω, passive)

  1. passive of παρασκευάζω (paraskevázo)

Conjugation