Definify.com
Definition 2025
παρισιάνικος
παρισιάνικος
Greek
Adjective
παρισιάνικος • (parisiánikos) m (feminine παρισιάνικη, neuter παρισιάνικο)
Declension
 positive forms of παρισιάνικος
| number case / gender | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | παρισιάνικος | παρισιάνικη | παρισιάνικο | παρισιάνικοι | παρισιάνικες | παρισιάνικα | 
| genitive | παρισιάνικου | παρισιάνικης | παρισιάνικου | παρισιάνικων | παρισιάνικων | παρισιάνικων | 
| accusative | παρισιάνικο | παρισιάνικη | παρισιάνικο | παρισιάνικους | παρισιάνικες | παρισιάνικα | 
| vocative | παρισιάνικε | παρισιάνικη | παρισιάνικο | παρισιάνικοι | παρισιάνικες | παρισιάνικα | 
Synonyms
- παρισινός (parisinós)
Related terms
- see: Παρίσι n (Parísi, “Paris”)