Home Search Index

Definify.com

  •  

Definition 2025


πατριωτικός

πατριωτικός

Greek

Adjective

πατριωτικός • ‎(patriotikós) m ‎(feminine πατριωτική, neuter πατριωτικό)

  1. patriotic

Declension

positive forms of πατριωτικός
number 
case / gender 
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative πατριωτικός πατριωτική πατριωτικό πατριωτικοί πατριωτικές πατριωτικά
genitive πατριωτικού πατριωτικής πατριωτικού πατριωτικών πατριωτικών πατριωτικών
accusative πατριωτικό πατριωτική πατριωτικό πατριωτικούς πατριωτικές πατριωτικά
vocative πατριωτικέ πατριωτική πατριωτικό πατριωτικοί πατριωτικές πατριωτικά

Similar Results

© 2025 Definify.com · All rights reserved.

Privacy · About · Terms