Definify.com
Definition 2025
πατριωτικός
πατριωτικός
Greek
Adjective
πατριωτικός • (patriotikós) m (feminine πατριωτική, neuter πατριωτικό)
Declension
positive forms of πατριωτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πατριωτικός | πατριωτική | πατριωτικό | πατριωτικοί | πατριωτικές | πατριωτικά |
genitive | πατριωτικού | πατριωτικής | πατριωτικού | πατριωτικών | πατριωτικών | πατριωτικών |
accusative | πατριωτικό | πατριωτική | πατριωτικό | πατριωτικούς | πατριωτικές | πατριωτικά |
vocative | πατριωτικέ | πατριωτική | πατριωτικό | πατριωτικοί | πατριωτικές | πατριωτικά |