Definify.com
Definition 2025
πειστικός
πειστικός
Greek
Adjective
πειστικός • (peistikós) m (feminine πειστική, neuter πειστικό)
Declension
positive forms of πειστικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πειστικός | πειστική | πειστικό | πειστικοί | πειστικές | πειστικά |
genitive | πειστικού | πειστικής | πειστικού | πειστικών | πειστικών | πειστικών |
accusative | πειστικό | πειστική | πειστικό | πειστικούς | πειστικές | πειστικά |
vocative | πειστικέ | πειστική | πειστικό | πειστικοί | πειστικές | πειστικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πειστικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πειστικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πειστικότερος | πειστικότερη | πειστικότερο | πειστικότεροι | πειστικότερες | πειστικότερα |
genitive | πειστικότερου | πειστικότερης | πειστικότερου | πειστικότερων | πειστικότερων | πειστικότερων |
accusative | πειστικότερο | πειστικότερη | πειστικότερο | πειστικότερους | πειστικότερες | πειστικότερα |
vocative | πειστικότερε | πειστικότερη | πειστικότερο | πειστικότεροι | πειστικότερες | πειστικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πειστικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πειστικότατος | πειστικότατη | πειστικότατο | πειστικότατοι | πειστικότατες | πειστικότατα |
genitive | πειστικότατου | πειστικότατης | πειστικότατου | πειστικότατων | πειστικότατων | πειστικότατων |
accusative | πειστικότατο | πειστικότατη | πειστικότατο | πειστικότατους | πειστικότατες | πειστικότατα |
vocative | πειστικότατε | πειστικότατη | πειστικότατο | πειστικότατοι | πειστικότατες | πειστικότατα |