Definify.com

Definition 2024


περήφανος

περήφανος

Greek

Alternative forms

  • υπερήφανος (yperífanos)

Adjective

περήφανος (perífanos) m

  1. proud

Declension

Derived terms

  • περηφανεύομαι (perifanévomai)
  • περηφάνια (perifánia, pride)
  • περήφανος στα αυτιά (perífanos sta aftiá)