Definify.com
Definition 2025
περαστικός
περαστικός
Greek
Adjective
περαστικός • (perastikós) m (feminine περαστική, neuter περαστικό)
Declension
positive forms of περαστικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | περαστικός | περαστική | περαστικό | περαστικοί | περαστικές | περαστικά |
| genitive | περαστικού | περαστικής | περαστικού | περαστικών | περαστικών | περαστικών |
| accusative | περαστικό | περαστική | περαστικό | περαστικούς | περαστικές | περαστικά |
| vocative | περαστικέ | περαστική | περαστικό | περαστικοί | περαστικές | περαστικά |