Definify.com
Definition 2025
περιβαλλοντική
περιβαλλοντική
Greek
Adjective
περιβαλλοντική • (perivallontikí)
- Nominative feminine singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).
- Accusative feminine singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).
- Vocative feminine singular form of περιβαλλοντικός (perivallontikós).