Definify.com
Definition 2025
περιγράφω
περιγράφω
Greek
Verb
περιγράφω • (perigráfo) (simple past περιέγραψα, passive form περιγράφομαι)
Conjugation
περιγράφω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | περιγράφω | περιέγραφα | θα περιγράφω | να περιγράφω | |
| 2s | περιγράφεις | περιέγραφες | θα περιγράφεις | να περιγράφεις | περιέγραφε |
| 3s | περιγράφει | περιέγραφε | θα περιγράφει | να περιγράφει | |
| 1p | περιγράφουμε, περιγράφομε | περιγράφαμε | θα περιγράφουμε, περιγράφομε | να περιγράφουμε, περιγράφομε | |
| 2p | περιγράφετε | περιγράφατε | θα περιγράφετε | να περιγράφετε | περιγράφετε |
| 3p | περιγράφουν, περιγράφουνε | περιέγραφαν, περιγράφαν, περιγράφανε | θα περιγράφουν, περιγράφουνε | να περιγράφουν, περιγράφουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | περιγράψω | περιέγραψα | θα περιγράψω | να περιγράψω | |
| 2s | περιγράψεις | περιέγραψες | θα περιγράψεις | να περιγράψεις | περιέγραψε |
| 3s | περιγράψει | περιέγραψε | θα περιγράψει | να περιγράψει | |
| 1p | περιγράψουμε, περιγράψομε | περιγράψαμε | θα περιγράψουμε, περιγράψομε | να περιγράψουμε, περιγράψομε | |
| 2p | περιγράψετε | περιγράψατε | θα περιγράψετε | να περιγράψετε | περιγράψτε, περιγράφτε |
| 3p | περιγράψουν, περιγράψουνε | περιέγραψαν, περιγράψαν, περιγράψανε | θα περιγράψουν, περιγράψουνε | να περιγράψουν, περιγράψουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω περιγράψει | είχα περιγράψει | θα έχω περιγράψει | να έχω περιγράψει | |
| 2s | έχεις περιγράψει | είχες περιγράψει | θα έχεις περιγράψει | να έχεις περιγράψει | έχε περιγεγραμμένο |
| 3s | έχει περιγράψει | είχε περιγράψει | θα έχει περιγράψει | να έχει περιγράψει | |
| 1p | έχουμε περιγράψει | είχαμε περιγράψει | θα έχουμε περιγράψει | να έχουμε περιγράψει | |
| 2p | έχετε περιγράψει | είχατε περιγράψει | θα έχετε περιγράψει | να έχετε περιγράψει | έχετε περιγεγραμμένο |
| 3p | έχουν περιγράψει | είχαν περιγράψει | θα έχουν περιγράψει | να έχουν περιγράψει | |
| Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) περιγεγραμμένο | ||||
| pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) περιγεγραμμένο | ||||
| future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) περιγεγραμμένο | ||||
| subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) περιγεγραμμένο | ||||
| Participle: | περιγράφοντας | Non-finite ‡ | περιγράψει | 13, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||