Definify.com
Definition 2024
περιουσία
περιουσία
Greek
Noun
περιουσία • (periousía) f (plural περιουσίες)
- property, possessions, wealth (personal)
- fortune, estate
Declension
declension of περιουσία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | περιουσία | περιουσίες |
genitive | περιουσίας | περιουσιών |
accusative | περιουσία | περιουσίες |
vocative | περιουσία | περιουσίες |
Synonyms
- βιος n (vios)