Definify.com
Definition 2024
περσικός
περσικός
Greek
Adjective
περσικός • (persikós) m (feminine περσική, neuter περσικό)
Declension
positive forms of περσικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | περσικός | περσική | περσικό | περσικοί | περσικές | περσικά |
genitive | περσικού | περσικής | περσικού | περσικών | περσικών | περσικών |
accusative | περσικό | περσική | περσικό | περσικούς | περσικές | περσικά |
vocative | περσικέ | περσική | περσικό | περσικοί | περσικές | περσικά |
Related terms
- see: Περσία f (Persía, “Persia”)