Definify.com
Definition 2024
πλατωνικός
πλατωνικός
Greek
Adjective
πλατωνικός • (platonikós) m (feminine πλατωνική, neuter πλατωνικό)
Declension
positive forms of πλατωνικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλατωνικός | πλατωνική | πλατωνικό | πλατωνικοί | πλατωνικές | πλατωνικά |
genitive | πλατωνικού | πλατωνικής | πλατωνικού | πλατωνικών | πλατωνικών | πλατωνικών |
accusative | πλατωνικό | πλατωνική | πλατωνικό | πλατωνικούς | πλατωνικές | πλατωνικά |
vocative | πλατωνικέ | πλατωνική | πλατωνικό | πλατωνικοί | πλατωνικές | πλατωνικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πλατωνικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πλατωνικός, etc.) |
Related terms
- Πλάτων m (Pláton, “Plato”)
See also
- πλατό n (plató, “stage, set”)