Definify.com
Definition 2024
πλείστος
πλείστος
Greek
Adjective
πλείστος • (pleístos) m (feminine πλείστη, neuter πλείστο)
Declension
positive forms of πλείστος
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πλείστος | πλείστη | πλείστο | πλείστοι | πλείστες | πλείστα |
genitive | πλείστου | πλείστης | πλείστου | πλείστων | πλείστων | πλείστων |
accusative | πλείστο | πλείστη | πλείστο | πλείστους | πλείστες | πλείστα |
vocative | πλείστε | πλείστη | πλείστο | πλείστοι | πλείστες | πλείστα |
Related terms
- πλειστάκις (pleistákis, “often”)