Definify.com
Definition 2024
ποδοσφαιρικός
ποδοσφαιρικός
Greek
Adjective
ποδοσφαιρικός • (podosfairikós) m (feminine ποδοσφαιρική, neuter ποδοσφαιρικό)
Declension
positive forms of ποδοσφαιρικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | ποδοσφαιρικός | ποδοσφαιρική | ποδοσφαιρικό | ποδοσφαιρικοί | ποδοσφαιρικές | ποδοσφαιρικά |
genitive | ποδοσφαιρικού | ποδοσφαιρικής | ποδοσφαιρικού | ποδοσφαιρικών | ποδοσφαιρικών | ποδοσφαιρικών |
accusative | ποδοσφαιρικό | ποδοσφαιρική | ποδοσφαιρικό | ποδοσφαιρικούς | ποδοσφαιρικές | ποδοσφαιρικά |
vocative | ποδοσφαιρικέ | ποδοσφαιρική | ποδοσφαιρικό | ποδοσφαιρικοί | ποδοσφαιρικές | ποδοσφαιρικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ποδοσφαιρικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ποδοσφαιρικός, etc.) |
Related terms
- Α.Π.Ο. m (A.P.O., “Athletic Football Club”)
- and see: ποδόσφαιρο n (podósfairo, “football”)