Definify.com
Definition 2024
πολιτικός
πολιτικός
Ancient Greek
Adjective
πολῑτικός • (polītikós) m (feminine πολῑτική, neuter πολῑτικόν); first/second declension
Inflection
Number | Singular | Dual | Plural | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Case / Gender | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | Masculine | Feminine | Neuter | |||
Nominative | πολῑτικός | πολῑτική | πολῑτικόν | πολῑτικώ | πολῑτικᾱ́ | πολῑτικώ | πολῑτικοί | πολῑτικαί | πολῑτικᾰ́ | |||
Genitive | πολῑτικοῦ | πολῑτικῆς | πολῑτικοῦ | πολῑτικοῖν | πολῑτικαῖν | πολῑτικοῖν | πολῑτικῶν | πολῑτικῶν | πολῑτικῶν | |||
Dative | πολῑτικῷ | πολῑτικῇ | πολῑτικῷ | πολῑτικοῖν | πολῑτικαῖν | πολῑτικοῖν | πολῑτικοῖς | πολῑτικαῖς | πολῑτικοῖς | |||
Accusative | πολῑτικόν | πολῑτικήν | πολῑτικόν | πολῑτικώ | πολῑτικᾱ́ | πολῑτικώ | πολῑτικούς | πολῑτικᾱ́ς | πολῑτικᾰ́ | |||
Vocative | πολῑτικέ | πολῑτική | πολῑτικόν | πολῑτικώ | πολῑτικᾱ́ | πολῑτικώ | πολῑτικοί | πολῑτικαί | πολῑτικᾰ́ | |||
Descendants
References
- πολιτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- πολιτικός in Liddell & Scott (1889) An Intermediate Greek–English Lexicon, New York: Harper & Brothers
- «πολιτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- «πολιτικός» in Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts [the Lexicon of Byzantine Hellenism, Particularly the 9th-12th Centuries], Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften
- Woodhouse, S. C. (1910) English-Greek Dictionary: A Vocabulary of the Attic Language, London: Routledge & Kegan Paul Limited.
- civic idem, page 133.
- civil idem, page 133.
- constitutional idem, page 165.
- corporate idem, page 174.
- country idem, page 178.
- diplomatic idem, page 225.
- diplomatist idem, page 226.
- municipal idem, page 546.
- political idem, page 625.
- politician idem, page 625.
- public idem, page 655.
- social idem, page 790.
- statesman idem, page 812.
- statesmanlike idem, page 812.
Greek
Etymology
From Ancient Greek πολιτικός (politikós, “civic”)
Adjective
πολιτικός • (politikós) m (feminine πολιτική, neuter πολιτικό)
Declension
positive forms of πολιτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολιτικός | πολιτική | πολιτικό | πολιτικοί | πολιτικές | πολιτικά |
genitive | πολιτικού | πολιτικής | πολιτικού | πολιτικών | πολιτικών | πολιτικών |
accusative | πολιτικό | πολιτική | πολιτικό | πολιτικούς | πολιτικές | πολιτικά |
vocative | πολιτικέ | πολιτική | πολιτικό | πολιτικοί | πολιτικές | πολιτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο πολιτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο πολιτικός, etc.) |
degrees of comparison by suffixation
comparative | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολιτικότερος | πολιτικότερη | πολιτικότερο | πολιτικότεροι | πολιτικότερες | πολιτικότερα |
genitive | πολιτικότερου | πολιτικότερης | πολιτικότερου | πολιτικότερων | πολιτικότερων | πολιτικότερων |
accusative | πολιτικότερο | πολιτικότερη | πολιτικότερο | πολιτικότερους | πολιτικότερες | πολιτικότερα |
vocative | πολιτικότερε | πολιτικότερη | πολιτικότερο | πολιτικότεροι | πολιτικότερες | πολιτικότερα |
derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο πολιτικότερος", etc) | |||||
absolute superlative | singular | plural | ||||
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | πολιτικότατος | πολιτικότατη | πολιτικότατο | πολιτικότατοι | πολιτικότατες | πολιτικότατα |
genitive | πολιτικότατου | πολιτικότατης | πολιτικότατου | πολιτικότατων | πολιτικότατων | πολιτικότατων |
accusative | πολιτικότατο | πολιτικότατη | πολιτικότατο | πολιτικότατους | πολιτικότατες | πολιτικότατα |
vocative | πολιτικότατε | πολιτικότατη | πολιτικότατο | πολιτικότατοι | πολιτικότατες | πολιτικότατα |
Related terms
- πολιτειακός (politeiakós, “constitutional”)
- πολιτικός μηχανικός (m, “civil engineer”)
Noun
πολιτικός • (politikós) m, f (plural πολιτικοί)
- politician (one engaged in politics)
- Η Μελίνα Μερκούρη ήταν πρώτη Ελληνίδα πολιτικός που ...
- Melina Mercouri was the first (female) Greek politician who ...
- Η Μελίνα Μερκούρη ήταν πρώτη Ελληνίδα πολιτικός που ...
Declension
declension of πολιτικός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | πολιτικός | πολιτικοί |
genitive | πολιτικού | πολιτικών |
accusative | πολιτικό | πολιτικούς |
vocative | πολιτικέ | πολιτικοί |
Related terms
- see: πόλη f (póli, “town”)