Definify.com
Definition 2025
πορνογραφικοί
πορνογραφικοί
Greek
Adjective
πορνογραφικοί • (pornografikoí)
- Nominative masculine plural form of πορνογραφικός (pornografikós).
- Vocative masculine plural form of πορνογραφικός (pornografikós).
πορνογραφικοί • (pornografikoí)