Definify.com
Definition 2025
προκριματικός
προκριματικός
Greek
Adjective
προκριματικός • (prokrimatikós) m (feminine προκριματική, neuter προκριματικό)
Declension
positive forms of προκριματικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | προκριματικός | προκριματική | προκριματικό | προκριματικοί | προκριματικές | προκριματικά |
genitive | προκριματικού | προκριματικής | προκριματικού | προκριματικών | προκριματικών | προκριματικών |
accusative | προκριματικό | προκριματική | προκριματικό | προκριματικούς | προκριματικές | προκριματικά |
vocative | προκριματικέ | προκριματική | προκριματικό | προκριματικοί | προκριματικές | προκριματικά |
Derived terms
- προκριματικός αγώνας m (prokrimatikós agónas, “heat, preliminary race”)