Definify.com
Definition 2024
προφυλακτικό
προφυλακτικό
Greek
Noun
προφυλακτικό • (profylaktikó) n (plural προφυλακτικά)
Declension
declension of προφυλακτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | προφυλακτικό | προφυλακτικά |
genitive | προφυλακτικού | προφυλακτικών |
accusative | προφυλακτικό | προφυλακτικά |
vocative | προφυλακτικό | προφυλακτικά |
Coordinate terms
- αντισυλληπτικό n (antisylliptikó, “contraceptive”)
Adjective
προφυλακτικό • (profylaktikó)
- Accusative masculine singular form of προφυλακτικός (profylaktikós) ("precautionary, prophylactic").
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of προφυλακτικός (profylaktikós).