Definify.com
Definition 2025
πυραμιδικός
πυραμιδικός
Greek
Adjective
πυραμιδικός • (pyramidikós) m (feminine πυραμιδική, neuter πυραμιδικό)
Declension
positive forms of πυραμιδικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | πυραμιδικός | πυραμιδική | πυραμιδικό | πυραμιδικοί | πυραμιδικές | πυραμιδικά |
| genitive | πυραμιδικού | πυραμιδικής | πυραμιδικού | πυραμιδικών | πυραμιδικών | πυραμιδικών |
| accusative | πυραμιδικό | πυραμιδική | πυραμιδικό | πυραμιδικούς | πυραμιδικές | πυραμιδικά |
| vocative | πυραμιδικέ | πυραμιδική | πυραμιδικό | πυραμιδικοί | πυραμιδικές | πυραμιδικά |
Related terms
- πυραμίδα f (pyramída, “pyramid”)
- (anatomy): πυραμοειδής (pyramoeidís, “pyramidal”)