Definify.com
Definition 2025
σίδερο
σίδερο
Greek
Alternative forms
- σίδηρος m (sídiros) (the name of the chemical element)
Noun
σίδερο • (sídero) n (plural σίδερα)
- (metallurgy) iron (the metal)
- iron, smoothing iron, flat iron
- Το σίδερο είναι μια οικιακή συσκευή.
- The iron is a domestic appliance.
- Το σίδερο είναι μια οικιακή συσκευή.
Declension
declension of σίδερο
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σίδερο | σίδερα |
genitive | σίδερου | σίδερων |
accusative | σίδερο | σίδερα |
vocative | σίδερο | σίδερα |
Synonyms
- (flat iron): σίδερο σιδερώματος n (sídero siderómatos)
Related terms
- σιδεράς m (siderás, “blacksmith”)
- σιδηρουργός m (sidirourgós, “blacksmith”)
- σιδηρουργείο n (sidirourgeío, “ironworks, smithy”)
- στη βράση κολλάει το σίδερο (sti vrási kolláei to sídero, “make hay while the sun shines”)
External links
- σίδερο on the Greek Wikipedia.Wikipedia el