Definify.com
Definition 2024
σαρκαστικοί
σαρκαστικοί
Greek
Adjective
σαρκαστικοί • (sarkastikoí)
- Nominative masculine plural form of σαρκαστικός (sarkastikós).
- Vocative masculine plural form of σαρκαστικός (sarkastikós).
σαρκαστικοί • (sarkastikoí)