Definify.com

Definition 2024


σεξουαλικοί

σεξουαλικοί

Greek

Adjective

σεξουαλικοί (sexoualikoí)

  1. Nominative masculine plural form of σεξουαλικός (sexoualikós).
  2. Vocative masculine plural form of σεξουαλικός (sexoualikós).