Definify.com

Definition 2024


σημαντικός

σημαντικός

Ancient Greek

Adjective

σημαντικός (sēmantikós) m (feminine σημαντική, neuter σημαντικόν); first/second declension

  1. significant, giving signs

Inflection

Derived terms

  • ἐπισημαντικός (episēmantikós)
  • κατασημαντικός (katasēmantikós)
  • παρασημαντικός (parasēmantikós)
  • προσημαντικός (prosēmantikós)
  • συσσημαντικός (sussēmantikós)

References


Greek

Adjective

σημαντικός (simantikós) m (feminine σημαντική, neuter σημαντικό)

  1. important, significant, considerable, outstanding, notable

Declension