Definify.com
Definition 2024
σημειωτική
σημειωτική
Greek
Noun
σημειωτική • (simeiotikí) f (plural σημειωτικές)
- semiotics (the study of cultural sign processes)
Declension
declension of σημειωτική
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σημειωτική | σημειωτικές |
genitive | σημειωτικής | σημειωτικών |
accusative | σημειωτική | σημειωτικές |
vocative | σημειωτική | σημειωτικές |
Synonyms
- σημειολογία f (simeiología)
External links
- σημειωτική on the Greek Wikipedia.Wikipedia el