Definify.com
Definition 2025
σημειωτικές
σημειωτικές
Greek
Noun
σημειωτικές • (simeiotikés) f
- Nominative plural form of σημειωτική (simeiotikí).
- Accusative plural form of σημειωτική (simeiotikí).
- Vocative plural form of σημειωτική (simeiotikí).