Definify.com
Definition 2025
σκέψη
σκέψη
Greek
Noun
σκέψη • (sképsi) f (plural σκέψεις)
Declension
declension of σκέψη
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σκέψη | σκέψεις |
genitive | σκέψης / σκέψεως | σκέψεων |
accusative | σκέψη | σκέψεις |
vocative | σκέψη | σκέψεις |
Related terms
- σκέπτομαι (sképtomai, “to think”)
- σκεπτικιστής m (skeptikistís, “sceptic”)
- σκεπτικισμός m (skeptikismós, “scepticism”)