Definify.com

Definition 2024


σκέπτομαι

σκέπτομαι

Ancient Greek

Verb

σκέπτομαι (sképtomai)

  1. I look at, examine
    • 428 BCE, Euripides, Hippolytus 943
      σκέψασθε δ᾽ ἐς τόνδ᾽
      Look at this man
    • 800 BCE – 600 BCE, Homer, Odyssey 12.247
      σκεψάμενος δ᾽ ἐς νῆα θοὴν ἅμα καὶ μεθ᾽ ἑταίρους
      Looking at once at both ship and men
  2. I examine, consider, think
    • 497 BCE – 405 BCE, Sophocles, Ajax 1028
      σκέψασθε, πρὸς θεῶν, τὴν τύχην δυοῖν βροτοῖν.
      Consider, by the gods, the fortune of these two men.
    • 460 BCE – 395 BCE, Thucydides, History of the Peloponnesian War 6.38
      καὶ δῆτα, ὃ πολλάκις ἐσκεψάμην, τί καὶ βούλεσθε, ὦ νεώτεροι;
      And after all, as I have often asked, what would you have, young men?
    1. (rarely) I think, deem
      • 428 BCE – 347 BCE, Plato, Laws 854.c
        καλλίω θάνατον σκεψάμενος
        deeming death the more noble way
    2. I prepare, premeditate
      • 384 BCE – 322 BCE, Demosthenes, Against Timocrates 158
        καὶ τοιούτους λόγους σχολὴν ἄγοντ᾽ ἐσκέφθαι περὶ πάντων ὥστ᾽ εὖ εἰδέναι
        and he has thought out at leisure such fine arguments on every point
      • 349 BCE, Demosthenes, First Olynthiac 1
        οὐ γὰρ μόνον εἴ τι χρήσιμον ἐσκεμμένος ἥκει τις,
        For not only if someone comes forward with a well-considered plan,

Usage notes

The present and imperfect are suppleted from σκοπέω (skopéō) in Attic.

Inflection

Derived terms

  • ἀνᾰσκέπτομαι (anasképtomai)
  • ἀξιόσκεπτος (axióskeptos)
  • ἀποσκέπτομαι (aposképtomai)
  • ἄσκεπτος (áskeptos)
  • δῐᾰσκέπτομαι (diasképtomai)
  • ἐπῐσκέπτομαι (episképtomai)
  • εὔσκεπτος (eúskeptos)
  • κᾰτᾰσκέπτομαι (katasképtomai)
  • περίσκεπτος (perískeptos)
  • πολύσκεπτος (polúskeptos)
  • προσκέπτομαι (prosképtomai)
  • σκοπάρκης (skopárkēs)
  • συσκέπτομαι (susképtomai)
  • ὑποσκέπτομαι (huposképtomai)

Related terms

  • σκέμμᾰ (skémma)
  • σκοπάω (skopáō)
  • σκοπεῖᾰ (skopeîa)
  • σκόπελος (skópelos)
  • σκοπεύω (skopeúō)

References


Greek

Verb

σκέπτομαι (sképtomai) (simple past σκέφτηκα or σκέφθηκα, deponent)

  1. Alternative form of σκέφτομαι (skéftomai)

Conjugation