Definify.com
Definition 2024
σκεπτικός
σκεπτικός
Ancient Greek
Adjective
σκεπτικός • (skeptikós) m (feminine σκεπτική, neuter σκεπτικόν); first/second declension
References
- σκεπτικός in Liddell & Scott (1940) A Greek–English Lexicon, Oxford: Clarendon Press
- «σκεπτικός» in Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français, Paris: Hachette
- skeptic in The Century Dictionary, The Century Co., New York, 1911
Greek
Alternative forms
- σκεφτικός (skeftikós)
Etymology
From Ancient Greek σκεπτικός (skeptikós).
Adjective
σκεπτικός • (skeptikós) m (feminine σκεπτική, neuter σκεπτικό)
Declension
positive forms of σκεπτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκεπτικός | σκεπτική | σκεπτικό | σκεπτικοί | σκεπτικές | σκεπτικά |
genitive | σκεπτικού | σκεπτικής | σκεπτικού | σκεπτικών | σκεπτικών | σκεπτικών |
accusative | σκεπτικό | σκεπτική | σκεπτικό | σκεπτικούς | σκεπτικές | σκεπτικά |
vocative | σκεπτικέ | σκεπτική | σκεπτικό | σκεπτικοί | σκεπτικές | σκεπτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκεπτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκεπτικός, etc.) |
See also
- μελετηρός (meletirós, “studious”)