Definify.com
Definition 2024
σκεφτικός
σκεφτικός
Greek
Adjective
σκεφτικός • (skeftikós) m (feminine σκεφτική, neuter σκεφτικό)
- Alternative form of σκεπτικός (skeptikós)
Declension
positive forms of σκεφτικός
number case / gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | σκεφτικός | σκεφτική | σκεφτικό | σκεφτικοί | σκεφτικές | σκεφτικά |
genitive | σκεφτικού | σκεφτικής | σκεφτικού | σκεφτικών | σκεφτικών | σκεφτικών |
accusative | σκεφτικό | σκεφτική | σκεφτικό | σκεφτικούς | σκεφτικές | σκεφτικά |
vocative | σκεφτικέ | σκεφτική | σκεφτικό | σκεφτικοί | σκεφτικές | σκεφτικά |
derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο σκεφτικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο σκεφτικός, etc.) |