Definify.com

Definition 2024


σλοβενική

σλοβενική

Greek

Adjective

σλοβενική (slovenikí)

  1. Nominative feminine singular form of σλοβενικός (slovenikós).
  2. Accusative feminine singular form of σλοβενικός (slovenikós).
  3. Vocative feminine singular form of σλοβενικός (slovenikós).