Definify.com
Definition 2024
σπιτικό
σπιτικό
Greek
Noun
σπιτικό • (spitikó) n (plural σπιτικά)
Declension
declension of σπιτικό
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | σπιτικό | σπιτικά |
genitive | σπιτικού | σπιτικών |
accusative | σπιτικό | σπιτικά |
vocative | σπιτικό | σπιτικά |
Synonyms
- σπίτι n (spíti)
Adjective
σπιτικό • (spitikó)
- Nominative, accusative and vocative neuter singular form of σπιτικός (spitikós).