Definify.com
Definition 2024
στάδια
στάδια
See also: σταδία
Greek
Noun
στάδια • (stádia) n
- Nominative plural form of στάδιο (stádio).
- Accusative plural form of στάδιο (stádio).
- Vocative plural form of στάδιο (stádio).
στάδια • (stádia) n