Definify.com
Definition 2024
στοιχίζω
στοιχίζω
Greek
Verb
στοιχίζω • (stoichízo) (simple past στοίχισα, passive form —)
- (finance) cost
- Το σπίτι αυτό του στοίχισε μια περιουσία. ― To spíti aftó tou stoíchise mia periousía. ― The house cost a fortune.
- cost, claim
- Ο σεισμός στοίχισε πολλές ζωές. ― O seismós stoíchise pollés zoés. ― The earthquake claimed many lives.
- line up, dress, align
- Tο λοχία στοίχισε τους άνδρες του. ― To lochía stoíchise tous ándres tou. ― The sergeant lined up his men.
Conjugation
στοιχίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | στοιχίζω | στοίχιζα | θα στοιχίζω | να στοιχίζω | |
2s | στοιχίζεις | στοίχιζες | θα στοιχίζεις | να στοιχίζεις | στοίχιζε |
3s | στοιχίζει | στοίχιζε | θα στοιχίζει | να στοιχίζει | |
1p | στοιχίζουμε, στοιχίζομε | στοιχίζαμε | θα στοιχίζουμε, στοιχίζομε | να στοιχίζουμε, στοιχίζομε | |
2p | στοιχίζετε | στοιχίζατε | θα στοιχίζετε | να στοιχίζετε | στοιχίζετε |
3p | στοιχίζουν, στοιχίζουνε | στοίχιζαν, στοιχίζαν, στοιχίζανε | θα στοιχίζουν, στοιχίζουνε | να στοιχίζουν, στοιχίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | στοιχίσω | στοίχισα | θα στοιχίσω | να στοιχίσω | |
2s | στοιχίσεις | στοίχισες | θα στοιχίσεις | να στοιχίσεις | στοίχισε |
3s | στοιχίσει | στοίχισε | θα στοιχίσει | να στοιχίσει | |
1p | στοιχίσουμε, στοιχίσομε | στοιχίσαμε | θα στοιχίσουμε, στοιχίσομε | να στοιχίσουμε, στοιχίσομε | |
2p | στοιχίσετε | στοιχίσατε | θα στοιχίσετε | να στοιχίσετε | στοιχίστε |
3p | στοιχίσουν, στοιχίσουνε | στοίχισαν, στοιχίσαν, στοιχίσανε | θα στοιχίσουν, στοιχίσουνε | να στοιχίσουν, στοιχίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω στοιχίσει | είχα στοιχίσει | θα έχω στοιχίσει | να έχω στοιχίσει | |
2s | έχεις στοιχίσει | είχες στοιχίσει | θα έχεις στοιχίσει | να έχεις στοιχίσει | |
3s | έχει στοιχίσει | είχε στοιχίσει | θα έχει στοιχίσει | να έχει στοιχίσει | |
1p | έχουμε στοιχίσει | είχαμε στοιχίσει | θα έχουμε στοιχίσει | να έχουμε στοιχίσει | |
2p | έχετε στοιχίσει | είχατε στοιχίσει | θα έχετε στοιχίσει | να έχετε στοιχίσει | |
3p | έχουν στοιχίσει | είχαν στοιχίσει | θα έχουν στοιχίσει | να έχουν στοιχίσει | |
Participle: | στοιχίζοντας | Non-finite ‡ | στοιχίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||