Definify.com

Definition 2024


στοιχίζω

στοιχίζω

Greek

Verb

στοιχίζω (stoichízo) (simple past στοίχισα, passive form )

  1. (finance) cost
    Το σπίτι αυτό του στοίχισε μια περιουσία.To spíti aftó tou stoíchise mia periousía. ― The house cost a fortune.
  2. cost, claim
    Ο σεισμός στοίχισε πολλές ζωές.O seismós stoíchise pollés zoés. ― The earthquake claimed many lives.
  3. line up, dress, align
    Tο λοχία στοίχισε τους άνδρες του.To lochía stoíchise tous ándres tou. ― The sergeant lined up his men.

Conjugation