Definify.com

Definition 2024


στοιχεία

στοιχεία

Greek

Noun

στοιχεία (stoicheía) n

  1. Nominative plural form of στοιχείο (stoicheío).
  2. Accusative plural form of στοιχείο (stoicheío).
  3. Vocative plural form of στοιχείο (stoicheío).