Definify.com
Definition 2024
στοιχεία
στοιχεία
Greek
Noun
στοιχεία • (stoicheía) n
- Nominative plural form of στοιχείο (stoicheío).
- Accusative plural form of στοιχείο (stoicheío).
- Vocative plural form of στοιχείο (stoicheío).
στοιχεία • (stoicheía) n