Definify.com
Definition 2025
στοματικός
στοματικός
Greek
Adjective
στοματικός • (stomatikós) m (feminine στοματική, neuter στοματικό)
- oral (relating to the mouth)
Declension
positive forms of στοματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | στοματικός | στοματική | στοματικό | στοματικοί | στοματικές | στοματικά |
| genitive | στοματικού | στοματικής | στοματικού | στοματικών | στοματικών | στοματικών |
| accusative | στοματικό | στοματική | στοματικό | στοματικούς | στοματικές | στοματικά |
| vocative | στοματικέ | στοματική | στοματικό | στοματικοί | στοματικές | στοματικά |
See also
- προφορικός (proforikós, “spoken, oral”)