Definify.com
Definition 2025
στοργικός
στοργικός
Greek
Adjective
στοργικός • (storgikós) m (feminine στοργική, neuter στοργικό)
Declension
positive forms of στοργικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | στοργικός | στοργική | στοργικό | στοργικοί | στοργικές | στοργικά |
| genitive | στοργικού | στοργικής | στοργικού | στοργικών | στοργικών | στοργικών |
| accusative | στοργικό | στοργική | στοργικό | στοργικούς | στοργικές | στοργικά |
| vocative | στοργικέ | στοργική | στοργικό | στοργικοί | στοργικές | στοργικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο στοργικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο στοργικός, etc.) |
|||||
degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | στοργικότερος | στοργικότερη | στοργικότερο | στοργικότεροι | στοργικότερες | στοργικότερα |
| genitive | στοργικότερου | στοργικότερης | στοργικότερου | στοργικότερων | στοργικότερων | στοργικότερων |
| accusative | στοργικότερο | στοργικότερη | στοργικότερο | στοργικότερους | στοργικότερες | στοργικότερα |
| vocative | στοργικότερε | στοργικότερη | στοργικότερο | στοργικότεροι | στοργικότερες | στοργικότερα |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο στοργικότερος", etc) | |||||
| absolute superlative | singular | plural | ||||
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | στοργικότατος | στοργικότατη | στοργικότατο | στοργικότατοι | στοργικότατες | στοργικότατα |
| genitive | στοργικότατου | στοργικότατης | στοργικότατου | στοργικότατων | στοργικότατων | στοργικότατων |
| accusative | στοργικότατο | στοργικότατη | στοργικότατο | στοργικότατους | στοργικότατες | στοργικότατα |
| vocative | στοργικότατε | στοργικότατη | στοργικότατο | στοργικότατοι | στοργικότατες | στοργικότατα |
Synonyms
- τρυφερός (tryferós)