Definify.com

Definition 2024


στρεπτοκοκκικός

στρεπτοκοκκικός

Greek

Adjective

στρεπτοκοκκικός (streptokokkikós) m (feminine στρεπτοκοκκική, neuter στρεπτοκοκκικό)

  1. streptococcal

Declension

Related terms