Definify.com
Definition 2025
συγχαρητήριος
συγχαρητήριος
Greek
Adjective
συγχαρητήριος • (syncharitírios) m (feminine συγχαρητήρια, neuter συγχαρητήριο)
Declension
positive forms of συγχαρητήριος
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | συγχαρητήριος | συγχαρητήρια | συγχαρητήριο | συγχαρητήριοι | συγχαρητήριες | συγχαρητήρια |
| genitive | συγχαρητήριου | συγχαρητήριας | συγχαρητήριου | συγχαρητήριων | συγχαρητήριων | συγχαρητήριων |
| accusative | συγχαρητήριο | συγχαρητήρια | συγχαρητήριο | συγχαρητήριους | συγχαρητήριες | συγχαρητήρια |
| vocative | συγχαρητήριε | συγχαρητήρια | συγχαρητήριο | συγχαρητήριοι | συγχαρητήριες | συγχαρητήρια |
Related terms
- συγχαρητήρια (syncharitíria, “congratulations!”)