Definify.com
Definition 2025
συγχωνεύω
συγχωνεύω
Greek
Verb
συγχωνεύω • (synchonévo) (simple past συγχώνευσα)
- (transitive) merge
Conjugation
συγχωνεύω
| Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | συγχωνεύω | συγχώνευα | θα συγχωνεύω | να συγχωνεύω | |
| 2s | συγχωνεύεις | συγχώνευες | θα συγχωνεύεις | να συγχωνεύεις | συγχώνευε |
| 3s | συγχωνεύει | συγχώνευε | θα συγχωνεύει | να συγχωνεύει | |
| 1p | συγχωνεύουμε, συγχωνεύομε | συγχωνεύαμε | θα συγχωνεύουμε, συγχωνεύομε | να συγχωνεύουμε, συγχωνεύομε | |
| 2p | συγχωνεύετε | συγχωνεύατε | θα συγχωνεύετε | να συγχωνεύετε | συγχωνεύετε |
| 3p | συγχωνεύουν, συγχωνεύουνε | συγχώνευαν, συγχωνεύαν, συγχωνεύανε | θα συγχωνεύουν, συγχωνεύουνε | να συγχωνεύουν, συγχωνεύουνε | |
| Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
| 1s | συγχωνεύσω | συγχώνευσα | θα συγχωνεύσω | να συγχωνεύσω | |
| 2s | συγχωνεύσεις | συγχώνευσες | θα συγχωνεύσεις | να συγχωνεύσεις | συγχώνευσε |
| 3s | συγχωνεύσει | συγχώνευσε | θα συγχωνεύσει | να συγχωνεύσει | |
| 1p | συγχωνεύσουμε, συγχωνεύσομε | συγχωνεύσαμε | θα συγχωνεύσουμε, συγχωνεύσομε | να συγχωνεύσουμε, συγχωνεύσομε | |
| 2p | συγχωνεύσετε | συγχωνεύσατε | θα συγχωνεύσετε | να συγχωνεύσετε | συγχωνεύστε, συγχωνεύτε |
| 3p | συγχωνεύσουν, συγχωνεύσουνε | συγχώνευσαν, συγχωνεύσαν, συγχωνεύσανε | θα συγχωνεύσουν, συγχωνεύσουνε | να συγχωνεύσουν, συγχωνεύσουνε | |
| Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
| 1s | έχω συγχωνεύσει | είχα συγχωνεύσει | θα έχω συγχωνεύσει | να έχω συγχωνεύσει | |
| 2s | έχεις συγχωνεύσει | είχες συγχωνεύσει | θα έχεις συγχωνεύσει | να έχεις συγχωνεύσει | έχε συγχωνευμένο |
| 3s | έχει συγχωνεύσει | είχε συγχωνεύσει | θα έχει συγχωνεύσει | να έχει συγχωνεύσει | |
| 1p | έχουμε συγχωνεύσει | είχαμε συγχωνεύσει | θα έχουμε συγχωνεύσει | να έχουμε συγχωνεύσει | |
| 2p | έχετε συγχωνεύσει | είχατε συγχωνεύσει | θα έχετε συγχωνεύσει | να έχετε συγχωνεύσει | έχετε συγχωνευμένο |
| 3p | έχουν συγχωνεύσει | είχαν συγχωνεύσει | θα έχουν συγχωνεύσει | να έχουν συγχωνεύσει | |
| Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συγχωνευμένο | ||||
| pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συγχωνευμένο | ||||
| future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συγχωνευμένο | ||||
| subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συγχωνευμένο | ||||
| Participle: | συγχωνεύοντας | Non-finite ‡ | συγχωνεύσει | 17, 1a | |
|
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||