Definify.com

Definition 2024


συμπυκνωμένος

συμπυκνωμένος

Greek

Adjective

συμπυκνωμένος (sympyknoménos) m (feminine συμπυκνωμένη, neuter συμπυκνωμένο)

  1. concentrated, condensed, compressed

Declension

Related terms