Definify.com
Definition 2024
συναντώ
συναντώ
Greek
Alternative forms
- συναντάω (synantáo)
Verb
συναντώ • (synantó) (simple past συνάντησα, passive form συναντιέμαι or συναντώμαι)
Conjugation
συναντώ, συναντάω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συναντώ, συναντάω | συναντούσα, συνάνταγα | θα συναντώ, θα συναντάω | να συναντώ, να συναντάω | |
2s | συναντάς | συναντούσες, συνάνταγες | θα συναντάς | να συναντάς | συνάντα, συνάνταγε |
3s | συναντά, συναντάει | συναντούσε, συνάνταγε | θα συναντά, θα συναντάει | να συναντά, να συναντάει | |
1p | συναντούμε, συναντάμε | συναντούσαμε, συναντάγαμε | θα συναντούμε, θα συναντάμε | να συναντούμε, να συναντάμε | |
2p | συναντάτε | συναντούσατε, συναντάγατε | θα συναντάτε | να συναντάτε | συναντάτε |
3p | συναντούν, συναντούνε, συναντάνε, συναντάν | συναντούσαν, συναντούσανε, συνάνταγαν, συναντάγανε | θα συναντούν, θα συναντούνε, θα συναντάνε, θα συναντάν | να συναντούν, να συναντούνε, να συναντάνε, να συναντάν | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συναντήσω | συνάντησα | θα συναντήσω | να συναντήσω | |
2s | συναντήσεις | συνάντησες | θα συναντήσεις | να συναντήσεις | συνάντησε, συνάντα |
3s | συναντήσει | συνάντησε | θα συναντήσει | να συναντήσει | |
1p | συναντήσουμε, συναντήσομε | συναντήσαμε | θα συναντήσουμε, θα συναντήσομε | να συναντήσουμε, να συναντήσομε | |
2p | συναντήσετε | συναντήσατε | θα συναντήσετε | να συναντήσετε | συναντήστε |
3p | συναντήσουν, συναντήσουνε | συνάντησαν, συναντήσανε, συναντήσαν | θα συναντήσουν, θα συναντήσουνε | να συναντήσουν, να συναντήσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συναντήσει | είχα συναντήσει | θα έχω συναντήσει | να έχω συναντήσει | |
2s | έχεις συναντήσει | είχες συναντήσει | θα έχεις συναντήσει | να έχεις συναντήσει | |
3s | έχει συναντήσει | είχε συναντήσει | θα έχει συναντήσει | να έχει συναντήσει | |
1p | έχουμε συναντήσει | είχαμε συναντήσει | θα έχουμε συναντήσει | να έχουμε συναντήσει | |
2p | έχετε συναντήσει | είχατε συναντήσει | θα έχετε συναντήσει | να έχετε συναντήσει | |
3p | έχουν συναντήσει | είχαν συναντήσει | θα έχουν συναντήσει | να έχουν συναντήσει | |
Alternative* perfect: | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) συναντημένο | ||||
pluperfect: | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) συναντημένο | ||||
future perfect: | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) συναντημένο | ||||
subjunctive: | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) συναντημένο | ||||
Participle: | συναντώντας | Non-finite ‡ | συναντήσει | 58-ησ-2A1-2A1d | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. * Used with transitive senses |
|||||
Related terms
- ξανασυναντώ (xanasynantó, “to meet again”)
Synonyms
- ανταμώνω (antamóno)