Definify.com
Definition 2025
συνεχίζω
συνεχίζω
Greek
Verb
συνεχίζω • (synechízo) (simple past συνέχισα, passive form συνεχίζομαι)
Conjugation
συνεχίζω
Present → | Imperfect → | Continuous future → | Continuous subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνεχίζω | συνέχιζα | θα συνεχίζω | να συνεχίζω | |
2s | συνεχίζεις | συνέχιζες | θα συνεχίζεις | να συνεχίζεις | συνέχιζε |
3s | συνεχίζει | συνέχιζε | θα συνεχίζει | να συνεχίζει | |
1p | συνεχίζουμε, συνεχίζομε | συνεχίζαμε | θα συνεχίζουμε, συνεχίζομε | να συνεχίζουμε, συνεχίζομε | |
2p | συνεχίζετε | συνεχίζατε | θα συνεχίζετε | να συνεχίζετε | συνεχίζετε |
3p | συνεχίζουν, συνεχίζουνε | συνέχιζαν, συνεχίζαν, συνεχίζανε | θα συνεχίζουν, συνεχίζουνε | να συνεχίζουν, συνεχίζουνε | |
Dependent † | Simple past → | Simple future → | Simple subjunctive → | Imperative → | |
1s | συνεχίσω | συνέχισα | θα συνεχίσω | να συνεχίσω | |
2s | συνεχίσεις | συνέχισες | θα συνεχίσεις | να συνεχίσεις | συνέχισε |
3s | συνεχίσει | συνέχισε | θα συνεχίσει | να συνεχίσει | |
1p | συνεχίσουμε, συνεχίσομε | συνεχίσαμε | θα συνεχίσουμε, συνεχίσομε | να συνεχίσουμε, συνεχίσομε | |
2p | συνεχίσετε | συνεχίσατε | θα συνεχίσετε | να συνεχίσετε | συνεχίστε |
3p | συνεχίσουν, συνεχίσουνε | συνέχισαν, συνεχίσαν, συνεχίσανε | θα συνεχίσουν, συνεχίσουνε | να συνεχίσουν, συνεχίσουνε | |
Perfect → | Pluperfect → | Future perfect → | Subjunctive → | ||
1s | έχω συνεχίσει | είχα συνεχίσει | θα έχω συνεχίσει | να έχω συνεχίσει | |
2s | έχεις συνεχίσει | είχες συνεχίσει | θα έχεις συνεχίσει | να έχεις συνεχίσει | |
3s | έχει συνεχίσει | είχε συνεχίσει | θα έχει συνεχίσει | να έχει συνεχίσει | |
1p | έχουμε συνεχίσει | είχαμε συνεχίσει | θα έχουμε συνεχίσει | να έχουμε συνεχίσει | |
2p | έχετε συνεχίσει | είχατε συνεχίσει | θα έχετε συνεχίσει | να έχετε συνεχίσει | |
3p | έχουν συνεχίσει | είχαν συνεχίσει | θα έχουν συνεχίσει | να έχουν συνεχίσει | |
Participle: | συνεχίζοντας | Non-finite ‡ | συνεχίσει | 33, 1a | |
This table is templatised, some forms shown may be rare or non-existant. Multiple forms are usually shown in order of reducing frequency. † The dependent is not used alone, it is used to form future simple, perfective subjunctive and other forms. ‡ The non-finite or aorist infinitive form is the same as the 3rd person singular dependent form, used with the auxiliary verb έχω (écho) it produces perfect tense forms. |
|||||
Related terms
Antonyms
- σταματώ (stamató, “to stop”)