Definify.com
Definition 2024
συνοικία
συνοικία
Greek
Noun
συνοικία • (synoikía) f (plural συνοικίες)
- district, quarter, neighbourhood (of town)
Declension
declension of συνοικία
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | συνοικία | συνοικίες |
genitive | συνοικίας | συνοικιών |
accusative | συνοικία | συνοικίες |
vocative | συνοικία | συνοικίες |