Definify.com
Definition 2025
συνταγματικός
συνταγματικός
Greek
Adjective
συνταγματικός • (syntagmatikós) m (feminine συνταγματική, neuter συνταγματικό)
- constitutional
- συνταγματική μοναρχία ― syntagmatikí monarchía ― constitutional monarchy
Declension
positive forms of συνταγματικός
| number case / gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | συνταγματικός | συνταγματική | συνταγματικό | συνταγματικοί | συνταγματικές | συνταγματικά |
| genitive | συνταγματικού | συνταγματικής | συνταγματικού | συνταγματικών | συνταγματικών | συνταγματικών |
| accusative | συνταγματικό | συνταγματική | συνταγματικό | συνταγματικούς | συνταγματικές | συνταγματικά |
| vocative | συνταγματικέ | συνταγματική | συνταγματικό | συνταγματικοί | συνταγματικές | συνταγματικά |
| derivations | comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο συνταγματικός, etc.) relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο συνταγματικός, etc.) |
|||||
Synonyms
- πολιτειακός (politeiakós)
Related terms
- σύνταγμα (sýntagma, “constitution”)
External links
-
Συνταγματική μοναρχία on the Greek Wikipedia.Wikipedia el